-
1 κατα-πρηνής
κατα-πρηνής, ές, nach vorn niedergesenkt; bei Hom. Beiwort von χείρ, die flache, gesenkte Hand, mit der man zum Schlage ansholt, χειρὶ καταπρῃνεῖ ἐλάσας Od. 13, 164, πεπλήγετο μηρὼ χερσὶ καταπρηνέσσι Il. 15, 114. 398, vgl. 16, 792; flach daran, darauf gelegt, Od. 19, 467. – Die dor. Form καταπρανής hat Hesych., so wie Sp. das adv. καταπρανῶς.
-
2 καταπρηνής
καταπρην-ής, ές,A down-turned, opp. ὕπτιος, in Hom. always of the hand as used in striking or grasping, πλῆξεν.. Χειρὶ καταπρηνεῖ with the flat of his hand, Il.16.792, cf. Od.13.164;πεπλήγετο μηρὼ Χερσὶ καταπρηνέσσι Il.15.114
;Χείρεσσι κ. λαβοῦσα Od.19.467
;ἐς τὸ κ. ῥέποντα Hp.Fract.40
. ([dialect] Ion. for καταπρανής, q. v.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπρηνής
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий